- πεδιάδα
- Όρος της γεωγραφίας που υποδηλώνει –στο μορφολογικό περιβάλλον των ξηρών που έχουν αναδυθεί– όλες εκείνες τις περιοχές η επιφάνεια των οποίων δεν παρουσιάζει καθορισμένο υψόμετρο ή δεν έχουν μεγάλη υψομετρική διαφορά από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι π. καθορίζονται συχνά και με τον όρo βαθύπεδα, που έχει όμως περιορισμένη σημασία και χρησιμοποιείται κυρίως για αντιδιαστολή προς τα υψίπεδα. Προσχωσιγενείς ή αλλουβιακές π. λέγονται εκείνες που σχηματίστηκαν από την πλήρωση, με προσχωσιγενή υλικά, ενός παλιού θαλάσσιου βυθού, λίμνης ή ακόμα και κοιλάδας. Κατά τον άξονά τους τρέχει συνήθως το κυρίως ρεύμα του νερού που τις σχημάτισε με τη μεταφορά των υλικών, τα οποία αποτέλεσαν ένα κάλυμμα από χαλίκια και άμμο κυρίως, περισσότερο χοντρόκοκκα στην περιφέρεια (προς τα γύρω βουνά) και λιγότερο στο κέντρο (προς τις πεδιάδες). Τεκτονικές π. είναι εκείνες των οποίων η γένεση συνδέεται με τεκτονικές μεταπτώσεις της περιοχής στην οποία ανήκουν και μπορούν να θεωρηθούν ως μορφολογικές μονάδες. Π. που παρουσιάζουν κυματισμούς στην επιφάνειά τους ονομάζονται στην κοινή γλώσσα κυματιστές. Λεκάνες ή κοίλες π. είναι εκείνες που συγκλίνουν προς το κεντρικό τους μέρος, γιατί παρουσιάζουν κλίση από την περιφέρεια προς το κέντρο. Όταν, αντίθετα, παρουσιάζουν ελαφρά κλίση προς μία μόνο κατεύθυνση λέγονται επικλινείς· στη περίπτωση που μία επικλινής π. βρίσκεται στους πρόποδες ενός βουνού ονομάζεται π. υπωρειών. Ως προς την τοποθέτησή τους μέσα στο γήινο ανάγλυφο, οι π. υποδιαιρούνται σε εσωτερικές ή ηπειρωτικές (σε αυτές περιλαμβάνονται οι προσχωσιγενείς, οι λιμναίες, οι επικλινείς, οι λεκάνες κλπ.) και σε περιφερειακές, συνήθως παραθαλάσσιες ή παράκτιες π., που μπορεί να είναι τεκτονικής προέλευσης, να οφείλονται δηλαδή σε ανοδικές ηπειρογενετικές κινήσεις ή να δημιουργήθηκαν από ευστατικές κινήσεις, οπότε παρουσιάζονται ως θαλάσσιες αναβαθμίδες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον άνθρωπο παρουσιάζουν ορισμένες αλλουβιακές π. όπως του Πάδου, του Νείλου, του Τίγρη και του Ευφράτη, οι οποίες, εξαιτίας της διάταξής τους, των χαλαρών υλικών που τις αποτελούν και της σχετικής αφθονίας του νερού, φιλοξενούν έναν πυκνό και δραστήριο πληθυσμό.
Τμήμα της πεδιάδας της Λάρισας στη Θεσσαλία (φωτ. ΑΠΕ).
Πανοραμική άποψη της πεδιάδας της Πέλλας στη Μακεδονία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η / πεδιάς, -άδος, ΝΜΑ [πεδίον]νεοελλ.-αρχ.ως ουσ. (γεωμορφ.) επιφάνεια γης σχετικά επίπεδη, τής οποίας οι εδαφικές ανωμαλίες είναι μηδαμινές σε σχέση με την έκτασή της, κάμπος που βρίσκεται κυρίως σε χαμηλές περιοχές, συχνά όμως απαντά και σε υψίπεδα τής ενδοχώραςνεοελλ.φρ. α) παράκτια [ή παραθαλάσσια] πεδιάδαπεριοχή χαμηλού ανάγλυφου που ορίζεται από την ωκεάνια ακτή και τα ενδοχωρικά υψίπεδα, αποτέλεσμα τής ηπειρωτικής διάβρωσης και τής κρηπίδαςβ) ηπειρωτική πεδιάδαπεριοχή βαθυπέδων που δημιουργήθηκε από την ταπείνωση ζωνών συγκλινικής μορφής ή τμημάτων που βρίσκονται ανάμεσα σε δύο ρήγματαγ) λιμναία πεδιάδαηπειρωτική πεδιάδα που σχηματίστηκε κατά την πλήρωση μιας λίμνης από κλαστικά υλικά, προερχόμενα από την αποσάθρωση τών πετρωμάτων τής γύρω περιοχής ή από τη διάβρωση τών οχθώνδ) προσχωσιγενής πεδιάδαηπειρωτική πεδιάδα που έχει σχηματιστεί από την απόθεση τών φερτών υλικών τών ποταμώνε) πεδιάδα υπωρειώνηπειρωτική πεδιάδα, στα άκρα ορεινών όγκων, που σχηματίστηκε από την ένωση αρκετών αετωμάτων, δηλ. σχετικά επίπεδων επιφανειών τού υποβάθρουμσν.εκστρατείααρχ.(ως επίθ. θηλ. τού πέδιος) α) (ποιητ. τ.) πεδινή, επίπεδηβ) αυτή που ανήκει ή γίνεται στο πεδίο.
Dictionary of Greek. 2013.